αγήτευτος

αγήτευτος
-η, -ο
αυτός που δεν μπορεί να πάθει γήτεμα, βάσκαμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αγήτευτος — η, ο [γητεύω] 1. αυτός που δεν τόν γήτεψαν, που δεν άσκησαν μαγική επήρεια επάνω του (εξορκισμό, μαγγανείες κ.λπ.) για να θεραπευθεί 2. αυτός που δεν μπορούν να τόν γητέψουν …   Dictionary of Greek

  • αγύτευτος — η, ο [γυτεύω] βλ. ορθτ. αγήτευτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”